- επακουστός
- ἐπακουστός, -όν (AM)αυτός που πρέπει να τόν ακούει κανείς με προσοχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπακουστός — to be listened to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακουστά — ἐπακουστός to be listened to neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)